καταγυμνώνω

καταγυμνώνω
(Α καταγυμνῶ, -όω)
γυμνώνω κάποιον ή κάτι τελείως («μέλλων καταγυμνωθεῑσαν ὁρᾱν», Αρισταίν.)
νεοελλ.
αφαιρώ από κάποιον με κλοπή, δόλο ή εκβιασμό όλα του τα υπάρχοντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταγυμνώνω — καταγύμνωσα, καταγυμνώθηκα, καταγυμνωμένος 1. ξεγυμνώνω κάποιον, τον γδύνω: Oι ληστές, αφού τους πήραν όλα τα χρήματα, τους καταγύμνωσαν κιόλας για τους πάρουν τα ρούχα. 2. κλέβω από κάποιον όλα του τα υπάρχοντα: Οι κλέφτες καταγύμνωσαν το σπίτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”